πολύπτερος

πολύπτερος
πολύπτερος
many-winged
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύπτερος — η, ο / πολύπτερος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά φτερά νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πολύπτερος ζωολ. γένος πρωτόγονων οστεϊοχθύων τής οικογένειας polypteridae. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτερος (< πτερόν). Ο νεοελλ. τ. ως επιστημονικός όρος είναι… …   Dictionary of Greek

  • πολύπτερον — πολύπτερος many winged masc/fem acc sg πολύπτερος many winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπτερα — πολύπτερος many winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԹԵՒ — ( ) NBH 1 404 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա. ԲԱԶՄԱԹԵՒ ԲԱԶՄԱԹԵՒԵԱՆ. πολύπτερος pluribus alis praeditus Ունօղ բազմութեան թեւոց. *Զբազմաչեայսն եւ զբազմաթեւ կարգս՝ քերովբէս եւ սերովբէս. Դիոն. երկն.: *Քերովբէք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԱԶՄԱԹԵՒԵԱՆ — ( ) NBH 1 404 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. ԲԱԶՄԱԹԵՒ ԲԱԶՄԱԹԵՒԵԱՆ. πολύπτερος pluribus alis praeditus *Զբազմաչեայսն եւ զբազմաթեւ կարգս՝ քերովբէս եւ սերովբէս. Դիոն. երկն.: *Քերովբէք բազմաթեւեանք զբոլոր մարմինս ունին աչօք լցեալ. Եփր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”